συγκαταναυμαχώ

συγκαταναυμαχώ
-έω, Α
νικώ μαζί με άλλους σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταναυμαχῶ «νικώ ολοκληρωτικά σε ναυμαχία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”